καλοψυχώ

καλοψυχώ
καλοψυχῶ (Μ) [καλόψυχος]
αποκτώ ευχάριστη διάθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλοψυχίζω — και καλοψυχώ και άω (Μ καλοψυχίζω και καλοψυχώ) [καλόψυχος] νεοελλ. 1. εύχομαι σε κάποιον να παραδώσει καλή ψυχή 2. μνημονεύω με ευγνωμοσύνη κάποιον νεκρό για ευεργεσία που μού έκανε όταν ζούσε («τόν καλοψυχάω κάθε μέρα, γιατί σ αυτόν χρωστάω τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”